ἑξάδες

ἑξάδες
ἑξάς
the number six
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξαδικός — ή, ό (Α ἑξαδικός, ή, όν) [εξάς] νεοελλ. αυτός που έχει ως βάση την εξάδα («εξαδικό σύστημα μετρήσεως») αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στον αριθμό έξι, αποτελείται από έξι μονάδες ή εξάδες 2. εξαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • ζάρι — Μικρός κύβος, κοκάλινος ή από ελεφαντόδοντο ή πλαστικός, με στίγματα σε καθεμία από τις έξι όψεις του, που συμβολίζουν τους αριθμούς από το 1 έως το 6. Χρησιμοποιείται σε τυχερά παιχνίδια. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και οι Έλληνες τα… …   Dictionary of Greek

  • Ένιος, Κόιντος — (Quintus Ennius, Ρουδία, Λέτσε 239 – Ρώμη 169 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Θεωρείται ο πρώτος μεγάλος ποιητής της λατινικής λογοτεχνίας και ο πατέρας του ρωμαϊκού έπους σε εξάμετρο. Ο Έ. εγκατέλειψε την πατρίδα του και πολέμησε στη Σαρδηνία. Εκεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”